καθάπτομαι

καθάπτομαι
(AM καθάπτομαι)
βλ. καθάπτω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καθάπτομαι — καθάπτω fasten pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθάπτω — (AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω) 1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο 2. (το μέσ.) καθάπτομαι θίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται τής τιμής τού στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο …   Dictionary of Greek

  • TAUROCATHAPSIA — Graece Ταυροκαθάψια, a ταῦρος et καθάπτομαι, apud Graecos nomen Ludi ac certaminis, quorum mentio vix ulla in Veterib. libris. Reperit in marmore ex Graecia Asiaticâ pridem allato, quod in hortulo Musaei sui Carmelitici se habere cum figuris ac… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κάθαψις — κάθαψις, άψεως, ἡ (AM) μσν. [καθάπτομαι] καταθορύβηση, κατάπληξη με τρόμο αρχ. το μετά το λουτρό τρίψιμο τού σώματος …   Dictionary of Greek

  • καθαπτικός — ή, ό αυτός που καθάπτεται κάποιου, αυτός που προσβάλλει κάποιον, προσβλητικός, υβριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθάπτομαι «θίγω, προσβάλλω»] …   Dictionary of Greek

  • κατάπτομαι — (Α) ιων. τ. βλ. καθάπτομαι …   Dictionary of Greek

  • προσκαθάπτομαι — Α προσβάλλω, ψέγω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καθάπτομαι «περιβάλλομαι, αγγίζω, επιτίθεμαι, προσβάλλω, ψέγω»] …   Dictionary of Greek

  • ԿԾԱՆԵՄ — (կծի, եկիծ կամ կիծ, կի՛ծ) NBH 1 1101 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 14c ԿԾԱՆԵՄ ԿԾԱՏԵՄ ԿԾԵՄ ԿԾԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. καθάπτομαι , δάκνω pungo, mordeo եւն. Խածանել, եւ խայթել՝ իրօք կամ նմանութեամբ. կսկծեցուցանել. մորմոքել. մարմաջեցուցանել.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԿԾԱՏԵՄ — (եցի, եա՛.) NBH 1 1101 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 14c ԿԾԱՆԵՄ ԿԾԱՏԵՄ ԿԾԵՄ ԿԾԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. καθάπτομαι, δάκνω pungo, mordeo եւն. Խածանել, եւ խայթել՝ իրօք կամ նմանութեամբ. կսկծեցուցանել. մորմոքել. մարմաջեցուցանել. խածնել, կճել. ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԿԾԵՄ — (եցի, եա՛.) NBH 1 1101 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 14c ն. ԿԾԱՆԵՄ ԿԾԱՏԵՄ ԿԾԵՄ ԿԾԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. καθάπτομαι, δάκνω pungo, mordeo եւն. Խածանել, եւ խայթել՝ իրօք կամ նմանութեամբ. կսկծեցուցանել. մորմոքել. մարմաջեցուցանել. խածնել, կճել …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”